- ξεκουρμούλωμα
- το [ξεκουρμουλώνω]βλ. ξεκουρβούλωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεκουρβούλωμα — και ξεκουρμούλωμα, το [ξεκουρβουλώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεκουρβουλώνω, το ξερίζωμα τών κορμών τών κλημάτων 2. θεραπεία κάποιου από αγκύλωση 3. αφανισμός τής γενιάς, ξεκλήρισμα … Dictionary of Greek
ξεκουρμούλωση — η [ξεκουρμουλώνω] το ξεκουρμούλωμα … Dictionary of Greek